ομοιοτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοτυπία < ελληνιστική κοινή ὁμοιότυπος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοιοτυπία θηλυκό
- που ανήκει στον ίδιο τύπο με κάποιον ή κάτι άλλο, που έχουν εμφανισιακή ομοιότητα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ομοιότυπος
- → δείτε τις λέξεις όμοιος και τύπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοτυπία
|