ομοιο-
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πρόθημα
1.2.1
Σύνθετα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ομοιο-
<
όμοιος
Πρόθημα
[
επεξεργασία
]
ομοιο-
πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν ότι κάτι
μοιάζει
με κάτι άλλο
Σύνθετα
[
επεξεργασία
]
ομοιό
βαθμος
ομοιο
γενής
ομοιό
θερμος
ομοιο
κατάληκτος
ομοιό
μορφος
ομοιο
παθής
ομοιο
παθητικός
ομοιο
πολικός
ομοιό
πτωτος
ομοιο
στασία
ομοιο
τέλευτος
ομοιό
χρωμος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ομοιο-
γαλλικά
:
homéo-
(fr)
,
homo-
(fr)
Κατηγορίες
:
Νέα ελληνικά
Προθήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες