ομοιόγραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιόγραφος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόγραφος < αρχαία ελληνική ὁμοῖος / ὅμοιος + γράφω
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιόγραφος, -η, -ο
- που έχει γραφτεί με τον ίδιο τρόπο
- ※ ομοιόγραφος και εμπιστευτική διακοίνωσις των Αντιπρέσβεων των τριών Δυνάμεων προς την Ελληνικής Κυβέρνησιν περί του Πρωτοκόλλου της 4/16 Ιουνίου 1830 (Αλέξανδρος Ι. Σούτσος, Συλλογή των εις το Εξωτερικόν Δημόσιον Δίκαιο της Ελλάδος, Αθήνα, 1858, σελ. 356)
- (ουσιαστικοποιημένο) ομοιόγραφο: αντίγραφο με καρμπόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιόγραφος
|