ομοιόσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιόσταση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική homeostasis < αρχαία ελληνική ὅμοιος + ἵστημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοιόσταση θηλυκό
- (βιολογία) η ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί σταθερές τις συνθήκες του εσωτερικού του περιβάλλοντος (θερμοκρασία, συγκεντρώσεις διάφορων συστατικών κτλ.), παρά τις εξωτερικές μεταβολές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιόσταση