ομοκεντρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ομοκεντρικά < ομοκεντρικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.mo.cen.dɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐κε‐ντρι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ομοκεντρικά
- με ομοκεντρικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοκεντρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ομοκεντρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ομοκεντρικός