ομοκινητικός
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.mo.ci.ni.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐κι‐νη‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ομοκινητικός, -ή, -ό
- που κινείται συσχετισμένα (με κάτι άλλο)
- που κινείται μαζί με κάτι άλλο, όχι αναγκαστικά με τον ίδιο τρόπο αλλά με τρόπο που δύναται να συσχετιστεί μαθηματικά
- (μαθηματικά, στατιστική) συγκυμαινόμενος