ομολογήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ομολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομολογώ
- θα ομολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομολογώ