ομολογημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομολογημένος η ομολογημένη το ομολογημένο
      γενική του ομολογημένου της ομολογημένης του ομολογημένου
    αιτιατική τον ομολογημένο την ομολογημένη το ομολογημένο
     κλητική ομολογημένε ομολογημένη ομολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομολογημένοι οι ομολογημένες τα ομολογημένα
      γενική των ομολογημένων των ομολογημένων των ομολογημένων
    αιτιατική τους ομολογημένους τις ομολογημένες τα ομολογημένα
     κλητική ομολογημένοι ομολογημένες ομολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομολογώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ομολογημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]