Μετάβαση στο περιεχόμενο

ομορφούλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομορφούλα οι ομορφούλες
      γενική της ομορφούλας
    αιτιατική την ομορφούλα τις ομορφούλες
     κλητική ομορφούλα ομορφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ομορφούλα < όμορφος + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ομορφούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]