ομοσπονδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοσπονδιακός < ομοσπονδία + -ακός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fédéral
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ομοσπονδιακός
- που συσχετίζεται με ομοσπονδία