ομοταγής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοταγής η ομοταγής το ομοταγές
      γενική του ομοταγούς* της ομοταγούς του ομοταγούς
    αιτιατική τον ομοταγή την ομοταγή το ομοταγές
     κλητική ομοταγή(ς) ομοταγής ομοταγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοταγείς οι ομοταγείς τα ομοταγή
      γενική των ομοταγών των ομοταγών των ομοταγών
    αιτιατική τους ομοταγείς τις ομοταγείς τα ομοταγή
     κλητική ομοταγείς ομοταγείς ομοταγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοταγής < ελληνιστική κοινή ὁμοταγής[1] [2] < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + τάσσω

Επίθετο[επεξεργασία]

ομοταγής, -ή, -ές

  1. (λόγιο) που έχει ταχθεί στην ίδια κατηγορία, τάξη, σειρά κ.λπ. με κάποιον άλλο
  2. (γραμματική) που συντάσσεται παρόμοια με άλλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. ομοταγήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ὁμοταγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.