ομοταξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομοταξία | οι | ομοταξίες |
γενική | της | ομοταξίας | των | ομοταξιών |
αιτιατική | την | ομοταξία | τις | ομοταξίες |
κλητική | ομοταξία | ομοταξίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοταξία < νεολατινική homotaxia < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + τάσσω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.taˈksi.a/
- συλλαβισμός : ο‐μο‐τα‐ξί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοταξία θηλυκό
- ταξινομική κατηγορία που αποτελείται από συγγενείς μεταξύ τους τάξεις