ομοφοβικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοφοβικά < ομοφοβικός +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ομοφοβικά

  • με ομοφοβικό τρόπο
    Η ομοφυλοφιλία του Καβάφη προσεγγίστηκε με τρόπο ηδονοβλεπτικό και κουτσομπολίστικο ή συμπλεγματικά, με πανικό, ομοφοβικά, αντιτείνει ο Δημήτρης Παπανικολάου. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ομοφοβικά