ομοφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοφροσύνη < αρχαία ελληνική ὁμοφροσύνη < ὁμοῦ + φρήν, μορφολογικά αναλύεται σε ομόφρ(ων) + -οσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοφροσύνη θηλυκό
- (λόγιο) το αποτέλεσμα του ομοφρονώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοφροσύνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)