ομοφυλοφιλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ομοφυλία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοφυλοφιλία οι ομοφυλοφιλίες
      γενική της ομοφυλοφιλίας των ομοφυλοφιλιών
    αιτιατική την ομοφυλοφιλία τις ομοφυλοφιλίες
     κλητική ομοφυλοφιλία ομοφυλοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοφυλοφιλία < ομo- + φύλο + -φιλία μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Homophilie)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.mo.fi.lo.fiˈli.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομοφυλοφιλία θηλυκό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]