ομοφυλοφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοφυλοφιλία < ομo- + φύλο + -φιλία μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Homophilie)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοφυλοφιλία θηλυκό
- η ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη για άτομα του ίδιου φύλου
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοφυλοφιλία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)