ομοχειρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοχειρία οι ομοχειρίες
      γενική της ομοχειρίας των ομοχειριών
    αιτιατική την ομοχειρία τις ομοχειρίες
     κλητική ομοχειρία ομοχειρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοχειρία < ομο- + -χειρία / στην πληροφορική: απόδοση στα ελληνικά της λέξης pipelining

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.mo.çiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐χει‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομοχειρία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) ομάδα εργασίας η οποία χειρίζεται ένα πυροβόλο σε πλοίο
  2. (πληροφορική) ακολουθία διαδικασιών, στην οποία το τέλος της εκτέλεσης μίας διαδικασίας συμπίπτει χρονικά με την αρχή εκτέλεσης της επόμενης.
    ※  Παραλληλισμός επιπέδου εντολής ονομάζεται η πιθανή επικάλυψη εντολών επειδή οι εντολές μπορούν να εκτελεστούν παράλληλα και είναι επίσης γνωστή με τον όρο ομοχειρία (Κωνσταντίνος Σιουρούνης, Τεχνικές Μεταγλωττιστών για Βελτιστοποίηση Ειδικών Πυρήνων Λογισμικού), Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα, Μάρτιος 2011

Μεταφράσεις[επεξεργασία]