ομπρελοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομπρελοειδής η ομπρελοειδής το ομπρελοειδές
      γενική του ομπρελοειδούς* της ομπρελοειδούς του ομπρελοειδούς
    αιτιατική τον ομπρελοειδή την ομπρελοειδή το ομπρελοειδές
     κλητική ομπρελοειδή(ς) ομπρελοειδής ομπρελοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομπρελοειδείς οι ομπρελοειδείς τα ομπρελοειδή
      γενική των ομπρελοειδών των ομπρελοειδών των ομπρελοειδών
    αιτιατική τους ομπρελοειδείς τις ομπρελοειδείς τα ομπρελοειδή
     κλητική ομπρελοειδείς ομπρελοειδείς ομπρελοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομπρελοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ομπρελοειδής

  1. σε σχήμα ομπρέλας
    ομπρελοειδές πεύκο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]