Μετάβαση στο περιεχόμενο

ομφαλοειδής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομφαλοειδής η ομφαλοειδής το ομφαλοειδές
      γενική του ομφαλοειδούς* της ομφαλοειδούς του ομφαλοειδούς
    αιτιατική τον ομφαλοειδή την ομφαλοειδή το ομφαλοειδές
     κλητική ομφαλοειδή(ς) ομφαλοειδής ομφαλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομφαλοειδείς οι ομφαλοειδείς τα ομφαλοειδή
      γενική των ομφαλοειδών των ομφαλοειδών των ομφαλοειδών
    αιτιατική τους ομφαλοειδείς τις ομφαλοειδείς τα ομφαλοειδή
     κλητική ομφαλοειδείς ομφαλοειδείς ομφαλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ομφαλοειδής < ελληνιστική κοινή ὀμφαλοειδής < αρχαία ελληνική ὀμφαλός

Επίθετο

[επεξεργασία]

ομφαλοειδής, -ής, -έως

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]