ομφαλωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ομφαλωτά < ομφαλωτός + -ά < αρχαία ελληνική ὀμφαλωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ομφαλωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομφαλωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ομφαλωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ομφαλωτός