ομόκεντρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομόκεντρος < ελληνιστική κοινή ὁμόκεντρος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομόκεντρος, -η, -ο
- που έχει το ίδιο κέντρο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομόκεντρος