ομότεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομότεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμότεχνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + -τεχνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈmo.te.xnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μό‐τε‐χνος
Επίθετο
[επεξεργασία]ομότεχνος, -η, -ο
- (συχνά ως ουσιαστικό) που ασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομότεχνος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τεχνος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)