ομόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόφωνος | η | ομόφωνη | το | ομόφωνο |
γενική | του | ομόφωνου | της | ομόφωνης | του | ομόφωνου |
αιτιατική | τον | ομόφωνο | την | ομόφωνη | το | ομόφωνο |
κλητική | ομόφωνε | ομόφωνη | ομόφωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόφωνοι | οι | ομόφωνες | τα | ομόφωνα |
γενική | των | ομόφωνων | των | ομόφωνων | των | ομόφωνων |
αιτιατική | τους | ομόφωνους | τις | ομόφωνες | τα | ομόφωνα |
κλητική | ομόφωνοι | ομόφωνες | ομόφωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ομόφωνος < αρχαία ελληνική ὁμόφωνος < ὁμός + φωνή
Επίθετο[επεξεργασία]
ομόφωνος
- λέγεται για γράμματα ή λέξεις που προφέρονται παρόμοια
- που έχει την ίδια γνώμη
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
που έχει την ίδια γνώμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που έχει την ίδια γνώμη
→ δείτε τη λέξη σύμφωνος |