ονειδιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονειδιστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνειδιστικός < ὀνειδίζω ὀνειδισ- + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ονειδιστικός, -ή, -ό
- χλευαστικός
- ταπεινωτικός
- ※ η λέξη τύραννος χρησιμοποιείται και για τον ήπιο Πεισίστρατο, αλλά όχι για τους δεσποτικούς βασιλείς της Περσίας. Παρόλα αυτά, η λέξη σύντομα κατάντησε ονειδιστική, σε Πλάτ.[ωνα] κ.λπ.
- στο λήμμα τύραννος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ※ η λέξη τύραννος χρησιμοποιείται και για τον ήπιο Πεισίστρατο, αλλά όχι για τους δεσποτικούς βασιλείς της Περσίας. Παρόλα αυτά, η λέξη σύντομα κατάντησε ονειδιστική, σε Πλάτ.[ωνα] κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονειδιστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)