ονειροκρισία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀνειροκρισία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονειροκρισία οι ονειροκρισίες
      γενική της ονειροκρισίας των ονειροκρισιών
    αιτιατική την ονειροκρισία τις ονειροκρισίες
     κλητική ονειροκρισία ονειροκρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονειροκρισία < ελληνιστική κοινή ὀνειροκρισία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.kɾiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νει‐ρο‐κρι‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ονειροκρισία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)