ονειρόπλαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀνειρόπλαστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονειρόπλαστος η ονειρόπλαστη το ονειρόπλαστο
      γενική του ονειρόπλαστου της ονειρόπλαστης του ονειρόπλαστου
    αιτιατική τον ονειρόπλαστο την ονειρόπλαστη το ονειρόπλαστο
     κλητική ονειρόπλαστε ονειρόπλαστη ονειρόπλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονειρόπλαστοι οι ονειρόπλαστες τα ονειρόπλαστα
      γενική των ονειρόπλαστων των ονειρόπλαστων των ονειρόπλαστων
    αιτιατική τους ονειρόπλαστους τις ονειρόπλαστες τα ονειρόπλαστα
     κλητική ονειρόπλαστοι ονειρόπλαστες ονειρόπλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονειρόπλαστος < μεσαιωνική ελληνική ὀνειρόπλαστος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.niˈɾo.pla.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νει‐ρό‐πλα‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

ονειρόπλαστος, -η, -ο

  1. που ανήκει στην φαντασία, φανταστικός
  2. που είναι τόσο τέλειο που δεν γίνεται να συνέβη στην πραγματικότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)