ονοματομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονοματομανία < ονόματ(ος) + -ο- + -μανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ονοματομανία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονοματομανία
|