ονοματοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονοματοποίηση οι ονοματοποιήσεις
      γενική της ονοματοποίησης* των ονοματοποιήσεων
    αιτιατική την ονοματοποίηση τις ονοματοποιήσεις
     κλητική ονοματοποίηση ονοματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονοματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονοματοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνοματοποίη(σις) + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nominalization.[1] Αναλύεται σε ονοματο- + -ποίηση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.no.ma.toˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νο‐μα‐το‐ποί‐η‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ονοματοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

με διαφορετική σημασία

→ και δείτε τις λέξεις όνομα και ποιώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]