Μετάβαση στο περιεχόμενο

ονοματοποίηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονοματοποίηση οι ονοματοποιήσεις
      γενική της ονοματοποίησης* των ονοματοποιήσεων
    αιτιατική την ονοματοποίηση τις ονοματοποιήσεις
     κλητική ονοματοποίηση ονοματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονοματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ονοματοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνοματοποίη(σις) (δημιουργία ονόματος) + -ση, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική nominalization[1], μαρτυρείται από το 1960[2]. Συγχρονικά αναλύεται σε ονοματο- + -ποίηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.no.ma.toˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ονοματοποίηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ονοματοποίηση θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) τροπή οποιουδήποτε μέρους του λόγου σε όνομα, δηλαδή σε ουσιαστικό ή επίθετο[1]
     δείτε τον όρο ουσιαστικοποιημένο επίθετο (π.χ. αυτοκίνητο)
    < υπώνυμα: ουσιαστικοποίηση, επιθετικοποίηση / επιθετοποίηση
  2. (γλωσσολογία, ειδικότερα) μετατροπή ρηματικής φράσης σε ονοματική φράση[2]
    παραδειγμα: προσπάθεια να εξευρεθεί λύση > προσπάθεια εξεύρεσης λύσης
  3. (σπάνιο) ονοματοδοσία[2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 ονοματοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 3 ονοματοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)