οντολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οντολογικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική ontologique < ontologie (οντολογ(ία) + -ique (-ικός)
Επίθετο[επεξεργασία]
οντολογικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οντολογικά (οντολογικώς)
- οντολογία
- → και δείτε τη λέξη ον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οντολογικός