οντότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οντότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀντότης από την αιτιατική «τήν ὀντότητα» (πραγματικότητα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική entité, essence [1]

Αποτελείται από:
Tuples: πλειάδες (γραμμές)
Attributes, A1, A2, ... A3 : γνωρίσματα ή ιδιότητες (στήλες)
Value: τα δεδομένα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /onˈdo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ντό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οντότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του όντος
- η ύπαρξη αισθητή ή νοητή
- ※ Αυτή, η γυναίκα δεν υφίσταται ως φυσικό πρόσωπο και αυτοδύναμη κοινωνική και ηθική οντότητα, παρά μόνο μέσα από το χρέος της να ανταποκριθεί στο ρόλο που την προορίζει ο ανδροκεντρικός κοινωνικός κανόνας : « [ ... ] στη σημερινή κοινωνία , ή ρωμέϊκη ή ευρωπαϊκή, δεν θα ήτουν βέβαια [ η Τρισεύγενη ] ένα πρότυπο καλής συζύγου και καλής νοικοκυράς. Θα εκατάστρεφε τον άντρα της, επομένως και τον εαυτό της (Γεωργία Λαδογιάννη, Επί σκηνής ο λόγος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1995, σελ. 197)
- (οικονομία) η οικονομική μονάδα
- (πληροφορική)
- οποιοδήποτε κατασκευασμένο αντικείμενο, όπως αρχείο, κώδικας, δεδομένα, μεταβλητές, τύποι δεδομένων, κλπ.
- (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) βασική έννοια του σχεσιακού μοντέλου για την οργάνωση δεδομένων σε ομοειδείς πλειάδες (τις γραμμές) που αποτελούνται από συγκεκριμένα γνωρίσματα ή ιδιότητες (τις στήλες), υλοποίηση της οποίας είναι ο πίνακας (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ οντότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 6.3. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΩΝ, Εφαρμογές Λογισμικού - Βιβλίο Μαθητή, Γ' τάξης της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης του Ενιαίου Λυκείου. Προσπέλαση 2020-01-31
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Επιστήμη υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)