ονυχοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονυχοφαγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική onychophagie < αρχαία ελληνική ὀνυχο- (ὀνύχιον, ὄνυξ) + -φάγος > -φαγία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ονυχοφαγία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ονυχοφάγος
- → δείτε τις λέξεις νύχι και τρώω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονυχοφαγία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ονυχο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)