ονόρε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ονόρε ουδέτερο άκλιτο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνήθως μόνο στην έκφραση: για το ονόρε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονόρε
→ δείτε τη λέξη κύρος |