ονόρε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονόρε < ιταλική onore

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ονόρε ουδέτερο άκλιτο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συνήθως μόνο στην έκφραση: για το ονόρε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]