οξαποδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξαποδώ < όξω (έξω) από δω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οξαποδώ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]