οξείδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οξείδιο | τα | οξείδια |
γενική | του | οξείδιου & οξειδίου |
των | οξείδιων & οξειδίων |
αιτιατική | το | οξείδιο | τα | οξείδια |
κλητική | οξείδιο | οξείδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oxide / oxyde < αρχαία ελληνική ὀξ(ύς) + -ίδιο. Γράφτηκε εσφαλμένα με ⟨ει⟩ όπως το ελληνιστικό ὀξείδιον, υποκοριστικό του ὄξος.[1] Προτείνεται απο μερικά λεξικά ετυμολογική γραφή με ιώτα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξείδιο ουδέτερο
[επεξεργασία]
- οξειδώνω
- οξείδωση
- οξειδωτικός
- → δείτε τη λέξη οξύς
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
οξείδιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξείδιο
[επεξεργασία]
- ↑ οξείδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδιο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)