οξειδώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
οξειδώνομαι, π.αόρ.: οξειδώθηκα, μτχ.π.π.: οξειδωμένος, (ενεργ.: οξειδώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος οξειδώνω → δείτε και την κλίση