οξυά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξυά | οι | οξυές |
γενική | της | οξυάς | των | οξυών |
αιτιατική | την | οξυά | τις | οξυές |
κλητική | οξυά | οξυές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξυά < αρχαία ελληνική ὀξύα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυά θηλυκό
- άλλη μορφή του οξιά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- και οι δύο μορφές (οξυά και οξιά) θεωρούνται ετυμολογικά σωστές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυά
→ δείτε τη λέξη οξιά |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' με κατάληξη '-υά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)