οξυγονοκόφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυγονοκόφτης αρσενικό
- (τεχνολογία) μηχάνημα με το οποίο γίνεται η οξυγονοκοπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυγονοκόφτης
|