οξυθυμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀξυθυμία, ὀξυθύμια, ὀξυθυμίας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυθυμία οι οξυθυμίες
      γενική της οξυθυμίας των οξυθυμιών
    αιτιατική την οξυθυμία τις οξυθυμίες
     κλητική οξυθυμία οξυθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξυθυμία < αρχαία ελληνική ὀξυθυμία < ὀξύθυμος < ὀξύς + θυμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ksi.θiˈmi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οξυθυμία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]