οξυοξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυοξύ ουδέτερο (γενική: ΄΄οξυοξέος, πληθυντικός: οξυοξέα)
- (χημεία) οποιαδήποτε χημική ένωση που φέρει στο μόριό της υδροξύλιο και καρβοξύλιο
- (συνεκδοχικά): οποιοδήποτε οξύ που στο μόριό του περιέχει οξυγόνο.
- στον πληθυντικό τα οξυοξέα αποτελούν ειδική κατηγορία χημικών ενώσεων