οξυρυγχιτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οξυρυγχιτική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οξυρυγχιτικός < Οξύρρυγχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οξυρυγχιτική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]