οξύρρυγχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈksi.ɾiŋ.xos/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οξύρρυγχος <αρχαία ελληνική ὀξύρρυγχος
Επίθετο
[επεξεργασία]οξύρρυγχος
- (για ζώα) Αυτό που έχει μυτερό ρύγχος: τα ψάρια αυτά είναι οξύρρυγχα, γι' αυτό και το ρύγχος τους είναι σουβλερό.
- ψάρι της οικογένειας οξυρρυγχίδες (Acipenseridae), με χαρακτηριστικό μυτερό ρύγχος
- η αλίευση οξύρρυγχων απαγορεύεται σε αυτήν τη χώρα.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Οξύρρυγχος (πόλη, αρχαιολογική θέση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οξύρρυγχος
|