οπερέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπερέτα | οι | οπερέτες |
γενική | της | οπερέτας | — | |
αιτιατική | την | οπερέτα | τις | οπερέτες |
κλητική | οπερέτα | οπερέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπερέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική operetta < opera + -etta < λατινική opera < opus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ép-os (έργο) < *h₃ep- (εργάζομαι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.peˈɾe.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπερέτα θηλυκό
- (μουσική) ελαφρό μουσικοθεατρικό είδος με (σατιρικούς) διαλόγους
- (ειρωνικό) μειωτικός χαρακτηρισμός για ενέργειες ή ανθρώπους που δείχνουν ασόβαροι ή προσπαθούν να επιδειχθούν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- οπερέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)