οπισθογεμής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπισθογεμής η οπισθογεμής το οπισθογεμές
      γενική του οπισθογεμούς* της οπισθογεμούς του οπισθογεμούς
    αιτιατική τον οπισθογεμή την οπισθογεμή το οπισθογεμές
     κλητική οπισθογεμή(ς) οπισθογεμής οπισθογεμές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπισθογεμείς οι οπισθογεμείς τα οπισθογεμή
      γενική των οπισθογεμών των οπισθογεμών των οπισθογεμών
    αιτιατική τους οπισθογεμείς τις οπισθογεμείς τα οπισθογεμή
     κλητική οπισθογεμείς οπισθογεμείς οπισθογεμή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπισθογεμής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οπισθογεμής -ής -ές

  1. για πυροβόλο όπλο που γεμίζει με πυρομαχικά με κάποιο μηχανισμό που βρίσκεται πίσω από την κάννη του
  2. (ουσιαστικοποιημένο), (μεταφορικά) ο ομοφυλόφιλος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]