οπισθοδρομήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οπισθοδρομήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του οπισθοδρόμηση
- εναλλακτικά: οπισθοδρόμησης
οπισθοδρομήσεως θηλυκό