οπισθόδομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀπισθόδομος, ὀπισθοδρόμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπισθόδομος οι οπισθόδομοι
      γενική του οπισθόδομου
οπισθοδόμου
των οπισθόδομων
οπισθοδόμων
    αιτιατική τον οπισθόδομο τους οπισθόδομους
οπισθοδόμους
     κλητική οπισθόδομε οπισθόδομοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπισθόδομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπισθόδομος[1] < ὀπισθό- (οπισθό-) + δόμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.piˈsθo.ðo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθό‐δο‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπισθόδομος αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]