οπισθόφυλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπισθόφυλλο τα οπισθόφυλλα
      γενική του οπισθόφυλλου
οπισθοφύλλου
των οπισθόφυλλων
οπισθοφύλλων
    αιτιατική το οπισθόφυλλο τα οπισθόφυλλα
     κλητική οπισθόφυλλο οπισθόφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπισθόφυλλο < οπισθό- + φύλλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.piˈsθo.fi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πισ‐θό‐φυλ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπισθόφυλλο ουδέτερο

  • η επιφάνεια που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το εξώφυλλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]