οπλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπλή | οι | οπλές |
γενική | της | οπλής | των | οπλών |
αιτιατική | την | οπλή | τις | οπλές |
κλητική | οπλή | οπλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁπλή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈpli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη όπλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπλή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)