οπλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπλή | οι | οπλές |
γενική | της | οπλής | των | οπλών |
αιτιατική | την | οπλή | τις | οπλές |
κλητική | οπλή | οπλές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπλή < αρχαία ελληνική ὁπλή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπλή θηλυκό
νύχι ή νύχια που στηρίζουν το βάρος του ζώου (ή το κυρίως βάρος του ζώου όταν η οπλή είναι εξελικτικά πρώιμη):
[επεξεργασία]
- όπλο
- οπλίτης
- οπλισμός
- οπλίζω
- οπλίζομαι
- οπλισμένος
- οπλικός
- οπλοπολυβόλο
- οπλουργός
- οπλουργείο
- αφοπλίζω
- αφοπλίζομαι
- αφπλισμένος
- αφοπλισμός
- παροπλίζω
- παροπλισμένος
- παροπλισμός
- οπλοπώλης
- οπλοπωλείο
- οπλαρχηγός
- άοπλος
- ένοπλος
- οπληφόρος
- οπλοφορία
- οπλοχρησία
- οπλοκατοχή
- οπλοφόρος
- οπλοφορώ
- εξοπλίζω
- εξοπλίζομαι
- εξοπλισμένος
- εξοπλιστικός
- εξοπλισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπλή