οπλαρχηγός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.plaɾ.çiˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλαρ‐χη‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλαρχηγός αρσενικό
- (ιστορία) αρχηγός ομάδας ενόπλων κατά την ελληνική επανάσταση του 1821
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπλαρχηγός
|