οπλισμού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.pliˈzmu/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

οπλισμού αρσενικό