οπλιτοδρόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.



Δείτε επίσης: ὁπλιτοδρόμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπλιτοδρόμος οι οπλιτοδρόμοι
      γενική του οπλιτοδρόμου των οπλιτοδρόμων
    αιτιατική τον οπλιτοδρόμο τους οπλιτοδρόμους
     κλητική οπλιτοδρόμε οπλιτοδρόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπλιτοδρόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁπλιτοδρόμος (επίθετο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπλιτοδρόμος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]