οπλουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλουργία οι οπλουργίες
      γενική της οπλουργίας των οπλουργιών
    αιτιατική την οπλουργία τις οπλουργίες
     κλητική οπλουργία οπλουργίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπλουργία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁπλουργία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.pluɾˈʝi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπλουργία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)